04/08/2011
Η Συμφωνία των Βρυξελλών απομακρύνει τον κίνδυνο χρεοκοπίας και δίνει στην Ελλάδα «ανάσες» για το μέλλον. Υπάρχει «οδικός χάρτης» για να «τρέξουν» οι μεταρρυθμίσεις και να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος;
«Είναι πράγματι ένας «οδικός χάρτης» για έξοδο από την κρίση της χώρας μας και της Ευρώπης. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν στη Σύνοδο Κορυφής επισφράγισαν τις πολύμηνες, σκληρές και επίπονες -πολλές φορές για τον ελληνικό λαό- προσπάθειες της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο για να αποφύγουμε τη χρεοκοπία, αλλά για να ανακτήσουμε τη χαμένη μας αξιοπιστία. Φυσικά δεν υπάρχει χρόνος ούτε για εφησυχασμό ούτε για επανάπαυση. Ο δρόμος που μένει να διανύσουμε είναι μακρύς. Και επιβάλλεται η Κυβέρνηση να προχωρήσει αποφασιστικά και αποτελεσματικά στην υλοποίηση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και του Εφαρμοστικού Νόμου, παράλληλα με άλλες αναπτυξιακές, τονωτικές «ενέσεις» για την ενίσχυση της ρευστότητας, τη στήριξη των επιχειρήσεων, της απασχόλησης. Η περίοδος της ύφεσης πρέπει να τελειώνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να περάσει η ελληνική οικονομία στην περίοδο της ανάπτυξης. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να πούμε σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο ότι αυτός ο «οδικός χάρτης» ήταν η σωστή λύση για όλους μας».
Στις Βρυξέλλες, η Ευρώπη έδειξε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως ενιαίο πολιτικό μόρφωμα. Γιατί καθυστέρησαν τόσο πολύ;
«Η Ευρώπη μέχρι σήμερα δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη πολιτική και θεσμική ενότητα, αφού δεν έχει τη διακρατική εντολή και συνταγματική κατοχύρωση, όπως αυτή προκύπτει από το σημερινό Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Αλλά ούτε και την οικονομική ισχύ, εφόσον οι εθνικές κυβερνήσεις διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την εθνική τους δικαιοδοσία. Στη σημερινή όμως συγκυρία η παγκόσμια οικονομία είχε απέναντί της τις αποσπασματικές στρατηγικές των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες μέχρι σήμερα θεωρούσαν ότι η εθνική τους υπεροχή μπορεί να αντιμετωπίσει την παγκόσμια υπεροχή της κερδοσκοπίας. Σύντομα διαπιστώθηκε όμως ότι επρόκειτο για μια «εικονική πραγματικότητα».
Με τις πρόσφατες όμως αποφάσεις της η Σύνοδος Κορυφής -έστω και αργά- έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις. Εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα μήνυμα ενότητας, πολιτικής βούλησης, αλληλεγγύης μεταξύ των δυνατών και αδύναμων χωρών μελών. Ας μη ξεχνάμε ότι μια ημέρα πριν τη Σύνοδο διακυβεύονταν το μέλλον του ευρώ, η υπόσταση της ίδιας της Ε.Ε. Για πρώτη φορά οι εθνικές κυβερνήσεις και η Ε.Ε επιβεβαίωσαν την κυριαρχία τους προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Δυστυχώς το μήνυμα αυτό έπρεπε να είχε σταλεί πολύ νωρίτερα. Η Ευρώπη και η Επιτροπή άφησαν μια χώρα, την Ελλάδα, ενώ ήταν υπό την επιτήρησή της, βάσει της διαδικασίας του Συμφώνου Σταθερότητας, να κινδυνεύσει με χρεωκοπία. Ποιος συνεπώς είναι υπεύθυνος; Είναι οι μηχανισμοί της Ε.Ε αποτελεσματικοί; Τα αποτελέσματα αβίαστα οδηγούν στην απάντηση. Η Ε.Ε και οι μηχανισμοί της ευθύνονται κατά κύριο λόγο».
Θα μπορούσε η Συμφωνία των Βρυξελλών να είχε προηγηθεί του Μνημονίου Ι, και να έχουν διαμορφωθεί καλύτερες συνθήκες, όχι μόνο για την ελληνική οικονομία, αλλά συνολικά για την ευρωζώνη;
Εμείς θέλαμε, εκείνοι δεν μπορούσαν…
Σε κάθε περίπτωση, έγινε αντιληπτό μετά από πολλούς μήνες ότι μόνο «η ισχύς εν τη ενώσει» μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στις μέχρι σήμερα κερδοσκοπικές επιθέσεις και συμπεριφορές. Και σίγουρα αν είχε αναγνωριστεί από νωρίς η σημερινή, εκ των ων ουκ άνευ κρίση δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη, αν είχαν αναζητηθεί τα πραγματικά αίτια, αν είχε αναπτυχθεί η θεσμική και οικονομική διακυβέρνηση στο βαθμό που θα επέτρεπε στην Ε.Ε να διαχειριστεί αυτή την κρίση, αν εξ αρχής αυτή η κρίση είχε προσεγγιστεί ως κρίση ευρωπαϊκή και παγκόσμια και όχι ως μια μικρή περιφερειακή κρίση, τότε σήμερα οι συνθήκες ασφαλώς και θα ήταν ευνοϊκότερες για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη. Εκτιμώ όμως ότι η εποχή του «αν» στην Ευρώπη τελειώνει και γίνεται η εποχή του «να».
Το Μνημόνιο ΙΙ, όπως θα μπορούσαμε να τιτλοφορήσουμε τη νέα δανειακή σύμβαση, θα πρέπει να εγκριθεί από την ελληνική Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία;
«Η Κυβέρνηση κατάφερε μετά από σκληρό αγώνα να ανεβάσει το δείκτη αξιοπιστίας της χώρας μας απέναντι στους Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους μας, αλλά και να ενδυναμώσει τη διαπραγματευτική της ισχύ. Από την αρχή της διακυβέρνησής της έδωσε και δίνει μάχες για την επιβίωση της χώρας μας. Και τις μάχες της δίνει μόνη παρά το γεγονός ότι επανειλημμένα ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει απευθύνει εκκλήσεις για ευρύτερη πολιτική συναίνεση, για τη συγκρότηση ενός εθνικού μετώπου αντιμετώπισης της κρίσης.
Δυστυχώς στην πιο δύσκολη και κρίσιμη οικονομική συγκυρία για τη χώρα μας, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης και κυρίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποδείχτηκαν κατώτερες των περιστάσεων και προτίμησαν τη λύση της αποχής και όχι της συμμετοχής. Στις Βρυξέλλες κερδήθηκε ένας αγώνας. Και παρά το ότι σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει αναγνώριση και δικαίωση της ελληνικής κυβέρνησης, στην Ελλάδα παραμένουμε προσκολλημένοι σε στείρες μικροκομματικές πολιτικές.
Συνεπώς ανεξαρτήτως της κοινοβουλευτικής διαδικασίας που θα ακολουθηθεί, το ζητούμενο είναι να υπάρξει επί της ουσίας σύμπλευση και στήριξη των προσπαθειών –πάντα στα πλαίσια του εποικοδομητικού διαλόγου- για έξοδο της Ελλάδας από τη δίνη στην οποία έχει περιέλθει. Μόνο τότε η κοινωνία θα επιστρέψει το βλέμμα της και δε θα γυρίσει την πλάτη της στο πολιτικό σύστημα».
Η πληθωρική πολιτικά παρουσία του Ευάγγελου Βενιζέλου, δίνει στο ΠΑΣΟΚ την ευχέρεια να φρενάρει τη δημοσκοπική πτώση του, και να ανακτήσει την πρωτοβουλία διαχείρισης της ατζέντας;
«Ο Υπουργός Οικονομικών και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Βαγγέλης Βενιζέλος όπως και το σύνολο της κυβέρνησης είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν την έντονη πίεση τόσο από πλευράς Ε.Ε για την υλοποίηση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος ώστε να υπάρξει εγγύηση της συνέχισης της χρηματοδότησης του δημοσίου χρέους και του ΕΣΠΑ όσο και από την εθνική αναγκαιότητα για ριζικές μεταρρυθμίσεις και κυρίως του ισοσκελισμού «εσόδων-δαπανών».
Ο κ. Βενιζέλος από την ανάληψη των καθηκόντων του έδειξε πολιτική αποφασιστικότητα, υπευθυνότητα και διάθεση ρήξεων κυρίως με τη μέχρι σήμερα δεδομένη κατάσταση στη φορολογική πολιτική, στη δομή των οικονομικών υπηρεσιών, στη διαφάνεια της λειτουργίας του κράτους, αλλά και στη σύγκρουση των «εθνικών» φοροφυγάδων».
Δημοψήφισμα το Σεπτέμβριο και εκλογές ή μάχη με το τέρας (του ελλείμματος) και επιδίωξη μιας νέας λαϊκής εντολής στο τέλος της τετραετίας;
«Η μάχη με τη «Λερναία Ύδρα» των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους θα δίνεται συνεχώς τα επόμενα χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις και όλες τις γενιές. Η σημερινή κυβέρνηση αν θέλει να κριθεί «επί του αποτελέσματος και όχι μόνο επί της προσπάθειας» πρέπει να εξαντλήσει την τετραετία. Άλλωστε οι πρόωρες εκλογές δεν εγγυώνται ότι θα αναδείξουν πιο σταθερό σχήμα και με ισχυρότερη πολιτική βούληση.
Η διαδικασία δημοψηφίσματος σε μια περίοδο που παράλληλα θα δρομολογηθούν και συνταγματικές, θεσμικές αλλαγές, είναι σκόπιμο να προωθηθούν. Με σαφή ερωτήματα για τα οποία θα κληθεί να απαντήσει η ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία αυτό το χρονικό διάστημα θα βρίσκεται σε οικονομική πίεση, σε εγρήγορση για νέες διεκδικήσεις και με αγωνία για το μέλλον της χώρας μας. Μια κοινωνία η οποία θέλει σαφήνεια στον πολιτικό λόγο και υψηλούς στόχους».
Η εμπειρία της υπουργικής θητείας, σας έδειξε ότι η ελληνική γραφειοκρατία είναι ανίκητη, ή υπάρχουν περιθώρια για έναν πολιτικό να αφήσει το στίγμα του;
«Το στοίχημα και η πρόκληση είναι να μην αφεθεί η Δημόσια Διοίκηση να λειτουργήσει γραφειοκρατικά. Γι’ αυτό χρειάζεται από την πολιτική ηγεσία του κάθε Υπουργείου να παρουσιαστεί άμεσα η στρατηγική της για τις πολιτικές του Υπουργείου, η δυνατότητα για αποτελεσματική παρακολούθησή του έργου και η ανάγκη επίλυσης των καθημερινών προβλημάτων των πολιτών χωρίς όμως αυτά σταδιακά να «ροκανίζουν» τις βασικές πολιτικές του κάθε Υπουργείου. Η διοίκηση αν δεν ακολουθήσει αυτούς τους ρυθμούς, τότε μένει εκτεθειμένη καταρχήν απέναντι στην κοινωνία».
Πως βλέπει η Κατερίνα Μπατζελή «το ΠΑΣΟΚ του μέλλοντός μας», για να θυμηθούμε την ιστορική ρήση του Κώστα Λαλιώτη;
«Το κόμμα των ρήξεων, των μεταρρυθμίσεων και του καθοδηγητή του πολιτικού μετασχηματισμού, ώστε να εκφράζονται πλήρως οι νέες γενιές…».