Αθήνα, 3-12-10
«Πρέπει να τολμήσουμε να ανατρέψουμε τις συνηθισμένες αντιλήψεις που έχουμε στη χώρα μας για την κοινή αγροτική πολιτική. Πρέπει να κάνουμε πολύ μεγάλες ανατροπές στο τι διαπραγματευόμαστε. Οι αγρότες, η ύπαιθρος, η αγορά τροφίμων θέλουν καθαρές λύσεις και νέα εργαλεία αγοράς, τα οποία δεν στηρίζονται επαρκώς από τα προτεινόμενα σενάρια της Επιτροπής», τόνισε η Βουλευτής Φθιώτιδας και πρ. Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Κατερίνα Μπατζελή σε ομιλία της στη Βουλή κατά την Κοινή Συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου και της Ειδικούς Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων για τη νέα ΚΑΠ.
Παρατίθεται αναλυτικά το κείμενο της ομιλίας:
«Η κοινή αγροτική πολιτική θα πρέπει για εμάς να είναι μια πολύ μεγάλη τομή. Πρέπει να τολμήσουμε να ανατρέψουμε τις συνηθισμένες αντιλήψεις που έχουμε στη χώρα μας για την κοινή αγροτική πολιτική για έναν πολύ απλό λόγο. Έτσι όπως εφαρμόζεται και έτσι όπως ακολουθείται η κοινή αγροτική πολιτική δεν έχει πλέον τα κατάλληλα εργαλεία ή τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας, για την εδαφική συνοχή, αλλά και για την εισοδηματική σύγκλιση.
Θέλοντας, λοιπόν, να πετύχουμε αυτά τα τρία κριτήρια, θα πρέπει να τολμήσουμε να κάνουμε πολύ μεγάλες ανατροπές στο τι διαπραγματευόμαστε. Είναι καλύτερο να είμαστε «αρνητικοί» από την αρχή, έτσι ώστε να βρεθεί η Επιτροπή σε τέτοια θέση που να είναι υποχρεωμένη να κάνει παραχωρήσεις υπέρ καθαρά εθνικών αιτημάτων. Είναι πολιτική η οποία έχει ακολουθηθεί επιτυχώς από πάρα πολλές χώρες, κυρίως μεσογειακές, σε πάρα πολλά προϊόντα. Θα το θυμούνται και οι συνάδελφοί της Ν.Δ., που ήταν στις διαπραγματεύσεις ζάχαρης-κρασιού, όπου άλλες χώρες-μέλη ακολουθώντας σκληρή τακτική αποζημιώθηκαν για τα εθνικά αιτήματα. Αυτό είναι το πρώτο.
Δεύτερον, σε καμία περίπτωση αυτή τη μεγάλη αναθεώρηση δεν μπορούμε να την δούμε ξεκομμένη από το τι γίνεται στην Ε.Ε. αυτή τη στιγμή. Δεν μπορούμε να τη δούμε πέρα και έξω από τις ισχυρές διαπραγματεύσεις για τα ζητήματα της οικονομικής διακυβέρνησης, όπου αλλάζει εντελώς το μοντέλο συμμετοχής των εθνικών προϋπολογισμών στον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό και δια μέσω του μηχανισμού στήριξης. Όταν η Γερμανία και η Γαλλία καλούνται να συμβάλλουν με δαπάνες του εθνικού προϋπολογισμού τους στον κοινοτικό μηχανισμό στήριξης για τη στήριξη ορισμένων χωρών, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός θα είναι ισοσκελισμένος, θα έχει την ίδια δομή, την ίδια κατανομή δαπανών και θα έχει τις ίδιες ταχύτητες με ό,τι ήταν προηγουμένως.
Τρίτον, όταν μιλάμε για διαμόρφωση ιδίων πόρων, που είναι το «Α» και το «Ω» των δημοσιονομικών προοπτικών και που επηρεάζουν πολύ τη χρηματοδότηση της κοινής αγροτικής πολιτικής, μιλάμε για τη μεγαλύτερη ανατροπή του Κοινοτικού Προϋπολογισμού. Κι αυτό διότι στους ιδίους πόρους θα συνυπολογιστούν και νέα ζητήματα, όπως της ενέργειας, των τελών του άνθρακα και πολλών άλλων πολιτικών, που απέχουν πολύ από τις παραδοσιακές παρακρατήσεις της ζάχαρης και του Φ.Π.Α., φόροι παραδοσιακοί μέχρι τώρα. Και να μη λησμονούμε ότι το ΑΕΠ των χωρών- μελών μειώνεται και κατʼ επέκταση θα επηρεάσει και το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Το τέταρτο ζήτημα είναι η στρατηγική του 2020, που μέσα σε αυτή, μετά κόπων και βασάνων, εμπεριέχεται πλέον και η κοινή αγροτική πολιτική. Σε καμία, λοιπόν, περίπτωση δεν μπορούμε να δούμε τη γεωργία πέρα και έξω από τις εξελίξεις των βασικών πολιτικών, που είναι η ενέργεια και το περιβάλλον, η εσωτερική αγορά με έμφαση στην πολιτική τροφίμων και η περιφερειακή ανάπτυξη.
Συνεπώς, το «logo» της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας περνάει υποχρεωτικά πλέον μέσα από την εσωτερική αγορά, μέσα από την ενέργεια και μέσα από το περιβάλλον. Μόνο μέσα από αυτές τις πολιτικές πολύ περιγραφικά μπορούμε να δούμε την επέκταση και την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας. Σαν αποτέλεσμα αυτής της διείσδυσης της γεωργίας σε αυτές τις τρεις τουλάχιστον πολιτικές θα είναι η απασχόληση, διότι είναι οι μόνοι μηχανισμοί-τομείς που μπορούν να δημιουργήσουν απασχόληση στην ύπαιθρο και να αιτιολογήσουν έτσι τους πολύ συγκεκριμένους νέους μηχανισμούς στήριξης των ίδιων των παραγωγών και των καλλιεργειών.
Στις νέες συνθήκες χρειάζονται νέα εργαλεία.
Επιπλέον, δεν πρέπει να δημιουργήσουμε μια κινδυνολογία ότι μπορεί να περάσει το flat rate, με οποιοδήποτε ύψος στρεμματικής ενίσχυσης. Δεν μπορεί να αιτιολογηθεί και δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
Το βασικό ζήτημα μας δεν είναι μόνο το πόσο θα ορισθεί στον Προϋπολογισμό για την κοινή αγροτική πολιτική, αν είναι το 40%, το 35% ή το 25%, γιατί ξέρετε πολύ καλά ότι υπάρχουν δηλώσεις ότι θα μείνει μόνο το 30% του υπάρχοντος Προϋπολογισμού για την ΚΑΠ. Αλλά το βασικό είναι ποιοι θα τα δικαιούνται και πώς θα τα πάρουν. Εκεί η διαπραγμάτευσή μας πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
Η ανταγωνιστικότητα της γεωργίας δεν κρίνεται μόνο από τα ποσά που παίρνει ο κάθε κλάδος, δηλαδή το γάλα, τα δημητριακά, το αιγοπρόβειο κλπ που ως χώρα λίγο συμμετέχουμε στις παραδοσιακές αυτές ανταγωνιστικές παραγωγές. Αλλά πώς εμπορεύονται αυτά τα προϊόντα, που είναι καθαρά χρηματιστηριακά προϊόντα. Συνεπώς, υπάρχουν πολλά κριτήρια και πολλές μεγάλες αιτιολογήσεις από τις χώρες του τρίτου σεναρίου για να μειώσουν τις αποζημιώσεις και τα μέτρα στήριξης της αγοράς. Η τιμή της αγοράς, η εμπορική τιμή, δεν στηρίζεται πλέον στις εξαγωγικές επιστροφές, αλλά σύμφωνα με το πώς κινούνται τα επενδυτικά κεφάλαια στα χρηματιστήρια.
Είναι σκόπιμο να μη γίνει από τώρα η επιλογή των σεναρίων. Θα πρέπει να γίνει μια συνολική εθνική προσέγγιση για την ευρωπαϊκή μας πολιτική.
Σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να επιλεγεί «σενάριο» όπου στην ουσία κατά την εφαρμογή των πολιτικών της ΚΑΠ, ανάλογα με την εθνική συμμετοχή, αλλά και τις δυνατότητες υλοποίησης, θα διασπάται το ενιαίο, το κοινό αυτό μέτρο. Οι «σπονδυλωτές» επιδοτήσεις του δεύτερου σεναρίου της Επιτροπής είναι δελεαστικές, αλλά πρέπει να τηρηθούν σοβαρές επιφυλάξεις.
Αν το σύνολο της χρηματοδότησης των τριών (3) επιδοτήσεων θα είναι από τον πυλώνα 1 (των άμεσων ενισχύσεων), αν θα διατηρηθούν αντίστοιχα μέτρα που υπάρχουν στον πυλώνα ΙΙ (αγροτική ανάπτυξη), αν θα υπάρξει η δυνατότητα εθνικής συγχρηματοδότησης, αν θα υπάρξει τελικά ένα μοναδικό ταμείο χρηματοδότησης της ΚΑΠ αντί για δύο που υπάρχουν σήμερα, αν θα διαμορφωθούν διαφορετικές «ταχύτητες» στήριξης των αγροτών που δεν μπορούν να είναι αποδέκτες τουλάχιστον των δύο (2) επιδοτήσεων από τις τρεις.
Αν θα εφαρμοστούν οι τρεις (3) επιδοτήσεις για όλους τους παραγωγούς όλων των περιοχών χωρίς καμία διαφοροποίηση εδαφολογικών κριτηρίων και εισοδηματικού επιπέδου.
Υπάρχουν πολλά ερωτήματα και αδιαφανή σημεία, οι απαντήσεις επί των οποίων πρέπει να προηγηθούν σε επίπεδο δεσμεύσεων.
Οι αγρότες, η ύπαιθρος, η αγορά τροφίμων θέλουν καθαρές λύσεις και νέα εργαλεία αγοράς, τα οποία δεν στηρίζονται επαρκώς από τα προτεινόμενα σενάρια της Επιτροπής.
Απαιτείται δουλειά ουσίας και ανατροπές».
«Πρέπει να τολμήσουμε να ανατρέψουμε τις συνηθισμένες αντιλήψεις που έχουμε στη χώρα μας για την κοινή αγροτική πολιτική. Πρέπει να κάνουμε πολύ μεγάλες ανατροπές στο τι διαπραγματευόμαστε. Οι αγρότες, η ύπαιθρος, η αγορά τροφίμων θέλουν καθαρές λύσεις και νέα εργαλεία αγοράς, τα οποία δεν στηρίζονται επαρκώς από τα προτεινόμενα σενάρια της Επιτροπής», τόνισε η Βουλευτής Φθιώτιδας και πρ. Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Κατερίνα Μπατζελή σε ομιλία της στη Βουλή κατά την Κοινή Συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου και της Ειδικούς Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων για τη νέα ΚΑΠ.
Παρατίθεται αναλυτικά το κείμενο της ομιλίας:
«Η κοινή αγροτική πολιτική θα πρέπει για εμάς να είναι μια πολύ μεγάλη τομή. Πρέπει να τολμήσουμε να ανατρέψουμε τις συνηθισμένες αντιλήψεις που έχουμε στη χώρα μας για την κοινή αγροτική πολιτική για έναν πολύ απλό λόγο. Έτσι όπως εφαρμόζεται και έτσι όπως ακολουθείται η κοινή αγροτική πολιτική δεν έχει πλέον τα κατάλληλα εργαλεία ή τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας, για την εδαφική συνοχή, αλλά και για την εισοδηματική σύγκλιση.
Θέλοντας, λοιπόν, να πετύχουμε αυτά τα τρία κριτήρια, θα πρέπει να τολμήσουμε να κάνουμε πολύ μεγάλες ανατροπές στο τι διαπραγματευόμαστε. Είναι καλύτερο να είμαστε «αρνητικοί» από την αρχή, έτσι ώστε να βρεθεί η Επιτροπή σε τέτοια θέση που να είναι υποχρεωμένη να κάνει παραχωρήσεις υπέρ καθαρά εθνικών αιτημάτων. Είναι πολιτική η οποία έχει ακολουθηθεί επιτυχώς από πάρα πολλές χώρες, κυρίως μεσογειακές, σε πάρα πολλά προϊόντα. Θα το θυμούνται και οι συνάδελφοί της Ν.Δ., που ήταν στις διαπραγματεύσεις ζάχαρης-κρασιού, όπου άλλες χώρες-μέλη ακολουθώντας σκληρή τακτική αποζημιώθηκαν για τα εθνικά αιτήματα. Αυτό είναι το πρώτο.
Δεύτερον, σε καμία περίπτωση αυτή τη μεγάλη αναθεώρηση δεν μπορούμε να την δούμε ξεκομμένη από το τι γίνεται στην Ε.Ε. αυτή τη στιγμή. Δεν μπορούμε να τη δούμε πέρα και έξω από τις ισχυρές διαπραγματεύσεις για τα ζητήματα της οικονομικής διακυβέρνησης, όπου αλλάζει εντελώς το μοντέλο συμμετοχής των εθνικών προϋπολογισμών στον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό και δια μέσω του μηχανισμού στήριξης. Όταν η Γερμανία και η Γαλλία καλούνται να συμβάλλουν με δαπάνες του εθνικού προϋπολογισμού τους στον κοινοτικό μηχανισμό στήριξης για τη στήριξη ορισμένων χωρών, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός θα είναι ισοσκελισμένος, θα έχει την ίδια δομή, την ίδια κατανομή δαπανών και θα έχει τις ίδιες ταχύτητες με ό,τι ήταν προηγουμένως.
Τρίτον, όταν μιλάμε για διαμόρφωση ιδίων πόρων, που είναι το «Α» και το «Ω» των δημοσιονομικών προοπτικών και που επηρεάζουν πολύ τη χρηματοδότηση της κοινής αγροτικής πολιτικής, μιλάμε για τη μεγαλύτερη ανατροπή του Κοινοτικού Προϋπολογισμού. Κι αυτό διότι στους ιδίους πόρους θα συνυπολογιστούν και νέα ζητήματα, όπως της ενέργειας, των τελών του άνθρακα και πολλών άλλων πολιτικών, που απέχουν πολύ από τις παραδοσιακές παρακρατήσεις της ζάχαρης και του Φ.Π.Α., φόροι παραδοσιακοί μέχρι τώρα. Και να μη λησμονούμε ότι το ΑΕΠ των χωρών- μελών μειώνεται και κατʼ επέκταση θα επηρεάσει και το ύψος του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Το τέταρτο ζήτημα είναι η στρατηγική του 2020, που μέσα σε αυτή, μετά κόπων και βασάνων, εμπεριέχεται πλέον και η κοινή αγροτική πολιτική. Σε καμία, λοιπόν, περίπτωση δεν μπορούμε να δούμε τη γεωργία πέρα και έξω από τις εξελίξεις των βασικών πολιτικών, που είναι η ενέργεια και το περιβάλλον, η εσωτερική αγορά με έμφαση στην πολιτική τροφίμων και η περιφερειακή ανάπτυξη.
Συνεπώς, το «logo» της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας περνάει υποχρεωτικά πλέον μέσα από την εσωτερική αγορά, μέσα από την ενέργεια και μέσα από το περιβάλλον. Μόνο μέσα από αυτές τις πολιτικές πολύ περιγραφικά μπορούμε να δούμε την επέκταση και την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας. Σαν αποτέλεσμα αυτής της διείσδυσης της γεωργίας σε αυτές τις τρεις τουλάχιστον πολιτικές θα είναι η απασχόληση, διότι είναι οι μόνοι μηχανισμοί-τομείς που μπορούν να δημιουργήσουν απασχόληση στην ύπαιθρο και να αιτιολογήσουν έτσι τους πολύ συγκεκριμένους νέους μηχανισμούς στήριξης των ίδιων των παραγωγών και των καλλιεργειών.
Στις νέες συνθήκες χρειάζονται νέα εργαλεία.
Επιπλέον, δεν πρέπει να δημιουργήσουμε μια κινδυνολογία ότι μπορεί να περάσει το flat rate, με οποιοδήποτε ύψος στρεμματικής ενίσχυσης. Δεν μπορεί να αιτιολογηθεί και δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
Το βασικό ζήτημα μας δεν είναι μόνο το πόσο θα ορισθεί στον Προϋπολογισμό για την κοινή αγροτική πολιτική, αν είναι το 40%, το 35% ή το 25%, γιατί ξέρετε πολύ καλά ότι υπάρχουν δηλώσεις ότι θα μείνει μόνο το 30% του υπάρχοντος Προϋπολογισμού για την ΚΑΠ. Αλλά το βασικό είναι ποιοι θα τα δικαιούνται και πώς θα τα πάρουν. Εκεί η διαπραγμάτευσή μας πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
Η ανταγωνιστικότητα της γεωργίας δεν κρίνεται μόνο από τα ποσά που παίρνει ο κάθε κλάδος, δηλαδή το γάλα, τα δημητριακά, το αιγοπρόβειο κλπ που ως χώρα λίγο συμμετέχουμε στις παραδοσιακές αυτές ανταγωνιστικές παραγωγές. Αλλά πώς εμπορεύονται αυτά τα προϊόντα, που είναι καθαρά χρηματιστηριακά προϊόντα. Συνεπώς, υπάρχουν πολλά κριτήρια και πολλές μεγάλες αιτιολογήσεις από τις χώρες του τρίτου σεναρίου για να μειώσουν τις αποζημιώσεις και τα μέτρα στήριξης της αγοράς. Η τιμή της αγοράς, η εμπορική τιμή, δεν στηρίζεται πλέον στις εξαγωγικές επιστροφές, αλλά σύμφωνα με το πώς κινούνται τα επενδυτικά κεφάλαια στα χρηματιστήρια.
Είναι σκόπιμο να μη γίνει από τώρα η επιλογή των σεναρίων. Θα πρέπει να γίνει μια συνολική εθνική προσέγγιση για την ευρωπαϊκή μας πολιτική.
Σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να επιλεγεί «σενάριο» όπου στην ουσία κατά την εφαρμογή των πολιτικών της ΚΑΠ, ανάλογα με την εθνική συμμετοχή, αλλά και τις δυνατότητες υλοποίησης, θα διασπάται το ενιαίο, το κοινό αυτό μέτρο. Οι «σπονδυλωτές» επιδοτήσεις του δεύτερου σεναρίου της Επιτροπής είναι δελεαστικές, αλλά πρέπει να τηρηθούν σοβαρές επιφυλάξεις.
Αν το σύνολο της χρηματοδότησης των τριών (3) επιδοτήσεων θα είναι από τον πυλώνα 1 (των άμεσων ενισχύσεων), αν θα διατηρηθούν αντίστοιχα μέτρα που υπάρχουν στον πυλώνα ΙΙ (αγροτική ανάπτυξη), αν θα υπάρξει η δυνατότητα εθνικής συγχρηματοδότησης, αν θα υπάρξει τελικά ένα μοναδικό ταμείο χρηματοδότησης της ΚΑΠ αντί για δύο που υπάρχουν σήμερα, αν θα διαμορφωθούν διαφορετικές «ταχύτητες» στήριξης των αγροτών που δεν μπορούν να είναι αποδέκτες τουλάχιστον των δύο (2) επιδοτήσεων από τις τρεις.
Αν θα εφαρμοστούν οι τρεις (3) επιδοτήσεις για όλους τους παραγωγούς όλων των περιοχών χωρίς καμία διαφοροποίηση εδαφολογικών κριτηρίων και εισοδηματικού επιπέδου.
Υπάρχουν πολλά ερωτήματα και αδιαφανή σημεία, οι απαντήσεις επί των οποίων πρέπει να προηγηθούν σε επίπεδο δεσμεύσεων.
Οι αγρότες, η ύπαιθρος, η αγορά τροφίμων θέλουν καθαρές λύσεις και νέα εργαλεία αγοράς, τα οποία δεν στηρίζονται επαρκώς από τα προτεινόμενα σενάρια της Επιτροπής.
Απαιτείται δουλειά ουσίας και ανατροπές».