Ομιλία Κατερίνας Μπατζελή στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί του σχεδίου νόμου για τη βιοποικιλότητα

Αθήνα, 9 Μαρτίου 2011

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

«Δεν υπάρχουν εκ προμελέτης διαχωρισμοί μεταξύ εκείνων που προτάσσουν το περιβάλλον και εκείνων που προτάσσουν την ανάπτυξη», τόνισε στην ομιλία της η Βουλευτής Φθιώτιδας και πρ. Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στο πλαίσιο της συζήτησης στη Βουλή επί του σχεδίου νόμου για τη βιοποικιλότητα, ενώ επισήμανε ότι «θα πρέπει να τελειώσουν οι καθυστερήσεις που καθηλώνουν την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη λόγω έλλειψης νόμων και ελεγκτικών μηχανισμών σε θέματα περιβάλλοντος και χωροταξίας».
Ειδικότερα, η κ. Μπατζελή ζήτησε την άμεση επικαιροποίηση της Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης και του σχεδίου του Προεδρικού Διατάγματος για την οριοθέτηση και διαχείριση των περιοχών Natura στη Φθιώτιδα, την επανεξέταση του μοντέλου των Φορέων Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών, καθώς και την αναθεώρηση του περιφερειακού χωροταξικού σχεδιασμού της Στερεάς Ελλάδας, ώστε να είναι εφικτή, βιώσιμη και ταχεία η επενδυτική και αναπτυξιακή δραστηριότητα στο νομό τα επόμενα χρόνια.
«Οριζόντιες πολιτικές όπως αυτές της δόμησης της εκτός σχεδίου περιοχών, της κατάργησης του χαρακτηρισμού της γη, εκείνης των 600 μέτρων περί των εθνικών οδών ως γη μη υψηλής παραγωγικότητας και της επέκτασης των περιοχών Natura κατά 300 μέτρα, χωρίς την ενεργό συμμετοχή της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, θα δημιουργήσει προβλήματα και θα προκαλέσει σύγχυση στην τοπική κοινωνία», επισήμανε η κ. Μπατζελή.
Η βουλευτής Φθιώτιδας τόνισε ακόμη ότι η πολιτική της βιοποικιλότητας παρά το γεγονός ότι αποτελεί μια από τις βασικές παραμέτρους της ποιοτικής και δυναμικής περιφερειακής ανάπτυξης, θα πρέπει να συνδυαστεί με άλλες τομεακές πολιτικές και κυρίως με αυτή της ορθολογικής διαχείρισης της γης. Οι περιοχές Natura με την ευρεία έννοιά τους πρέπει να είναι εκείνες που θα διαμορφώσουν την ποιοτική διάσταση των προσφερόμενων υπηρεσιών, του τουρισμού, των ποιοτικών προϊόντων και της αγροτικής οικονομίας.
Επισυνάπτεται αναλυτικά το κείμενο της ομιλίας.

«Συζητώντας κάθε φορά ζητήματα στρατηγικής, σχεδιασμού και εφαρμογής της περιβαλλοντικής πολιτικής- περιλαμβανομένης και της βιοποικιλότητας- πρέπει να αποφευχθούν οι «εκ προμελέτης» διαχωρισμοί μεταξύ εκείνων που προτάσσουν το περιβάλλον και εκείνων που προτάσσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Κανένας από εμάς εντός της αιθούσης δεν επιδιώκει να «στήσει» το πολιτικό του προφίλ σε τέτοιους διαχωρισμούς, αλλά να συνδράμει με τις ατομικές εμπειρίες, τις τοπικές και περιφερειακές ιδιαιτερότητες στο γενικότερο σχεδιασμό της ανάπτυξης αυτής της χώρας, η οποία βρισκόταν μέχρι σήμερα αντιμέτωπη με συγκρουόμενα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στα ζητήματα ανάπτυξης.
Για το λόγο αυτό – όπου είναι και μεταξύ πολλών άλλων- η χώρα μας δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να δημιουργήσει μια αυτόνομη ανάπτυξη που να στηρίζεται σε παραγωγικές δυνάμεις με σαφή ρόλο και συγκρότηση, να οργανώνεται με αγορές που να λειτουργούν ανταγωνιστικά, αλλά με θεμιτούς όρους και μια ανάπτυξη που στο μέλλον να επιχειρείται βάσει ενός εθνικού χωροταξικού σχεδιασμού.
Αφορμή όλων αυτών είναι η συζήτηση του σημερινού νομοσχεδίου περί βιοποικιλότητας, το οποίο επί της αρχής έρχεται να καλύψει την επιτακτική ανάγκη για μια ολοκληρωμένη προστασία της βιοποικιλότητας στα πλαίσια του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας μας και της συμβατότητάς του με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή πολιτική. Ένα μοντέλο το οποίο αφενός θα εναρμονίζει τις ήδη υπάρχουσες επιχειρηματικές δραστηριότητες, αφετέρου θα αποτελεί και πόλο έλξης για την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων, τα οποία θα είναι συμβατά και θα διασφαλίζουν βασικές παραμέτρους της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η οποία επιτέλους πρέπει να εφαρμοστεί με αυστηρότητα στη χώρα μας.
Δεν μπορεί πλέον να επιβαρύνουμε τον εθνικό προϋπολογισμό, τους φορολογούμενους, τους πολίτες με κοινοτικές κυρώσεις που ετησίως ανέρχονται σε δισ. ευρώ.
Μεταξύ αυτών των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που η Κυβέρνηση επιδιώκει να προωθήσει είναι και η θεσμοθέτηση και υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για τη διαχείριση της βιοποικιλότητας που θα αποτελέσει, μεταξύ άλλων, και μια από τις βασικές παραμέτρους στο νέο μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, το οποίο θα συμβαδίζει με εκείνο το οποίο εδώ και χρόνια έχει ξεδιπλωθεί στις περισσότερες περιοχές- περιφέρειες της Ε.Ε
Ενώ ήμαστε το 2010 στο έτος της βιοποικιλότητας, ως χώρα δεν φτάσαμε τους στόχους τους οποίους είχε θέσει η Ε.Ε, διότι μέχρι σήμερα, τα περιβαλλοντικά προβλήματα αντιμετωπίζονταν στη χώρα μας κατά βάση με έναν «επιφανειακό» τρόπο και μέσα στο πλαίσιο ενός γραφειοκρατικού «κυκεώνα», λόγω της ύπαρξης διαφορετικών και ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων.
Για να καταστεί ωστόσο περισσότερο αποτελεσματική η όλη προσπάθεια για ορθολογικότερη διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας, της βιοποικιλότητας είναι σκόπιμο να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις.

Πρώτον, το νομοσχέδιο για τη βιοποικιλότητα δεν μπορεί να είναι περίπλοκο στο σχεδιασμό του, χρονοβόρο στην εφαρμογή του και αδύναμο στην πορεία υλοποίησής του, λόγω του γεγονότος ότι απαιτείται η έκδοση πολλών διαδικαστικών Προεδρικών Διαταγμάτων ή Υπουργικών Αποφάσεων.
Έχει δημιουργηθεί ένας επιπλέον «κυκεώνας» χωροταξικών διευθετήσεων όπου δύσκολα μπορεί να γίνουν κατανοητές ακόμη και από εξειδικευμένους, ενώ κάνουν πολυπλοκότερες τις ρυθμίσεις δόμησης με τους απλούς πολίτες.
Θα ήταν σκόπιμο να είχε γίνει πλήρης διαχωρισμός με δύο (2) νομοσχέδια. Ο Γενικός Πολεοδομικός Σχεδιασμός και η προώθηση των νέων ΣΧΟΑΠ θα περιελάμβανε όλες τις μεταβολές, θα έκανε κατανομή αρμοδιοτήτων στους νέους δήμους ή τις περιφέρειες.
Και από την άλλη πλευρά ενός ορισμού ζωνών βιοποικιλότητας και που θα περιλαμβάνει και για τις χρήσεις γης εντός των περιοχών αυτών. Έτσι ώστε να υπάρξουν δύο σαφή νομοθετικά κείμενα για το χωροταξικό και για τη βιοποικιλότητα.
Να τονισθεί στο σημείο αυτό ότι απαιτείται η δυνατότητα αναθεώρησης των χωροταξικών σχεδίων όλων των νέων περιφερειών, αναγκαιότητα που προκύπτει και στην ίδια τη Στερεά Ελλάδα, μια αρμοδιότητα που δεν την έχουν οι περιφέρειες.
Έτσι ώστε να δώσει σαφές πλαίσιο και ώθηση στην περιφέρεια, αλλά και στα δημόσια οικονομικά.

Δεύτερον, μια άλλη πτυχή του νομοσχεδίου που κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί είναι η οριοθέτηση των περιοχών Natura 2000 (Άρθρο 9). Ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο, πολύπλοκο και ενίοτε επικίνδυνο ζήτημα για την ίδια τη βιοποικιλότητα και την ανάπτυξη των περιοχών.
Προφανώς, η αναφορά και η κατοχύρωση των περιοχών Natura στην ευρωπαϊκή νομοθεσία αυτόματα είναι εφαρμόσιμη και στην εθνική νομοθεσία.
Είναι όμως γνωστό ότι με βάση την ίδια την κοινοτική νομοθεσία δίνεται δυνατότητα συνεχούς επικαιροποίησης των περιοχών αυτών διαμέσου μελετών αξιολόγησης.
Μία πρακτική, η οποία δεν έχει γίνει σε εθνικό επίπεδο, διότι ακόμη υπάρχουν ημιτελείς μελέτες, σχέδια Προεδρικών Διαταγμάτων, ενώ δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί οι παραγωγικές δράσεις στις οριζόμενες ζώνες των περιοχών Natura.
Σε αυτή λοιπόν την περίπλοκη κατάσταση βρισκόμαστε και ερχόμαστε σήμερα να συζητήσουμε, να νομοθετήσουμε τις ζώνες βιοποικιλότητας και κατ’ επέκταση Natura σε κάθε νομό.
Κατά τις συζητήσεις επί του σχεδίου νόμου στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, επικεντρωθήκαμε στο εν λόγω άρθρο (Άρθρο 9) σχετικά με τη δόμηση στις εκτός σχεδίου περιοχές που εντάσσονται στο δίκτυο Natura, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το άρθρο αυτό αποτελούσε και την ουσία του νομοσχεδίου. Διότι, δεδομένου ότι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή (ορεινές περιοχές, νησιωτικές, αστικές περιοχές), είναι εμφανές ότι δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν οικιστικές αρχές και υποχρεώσεις με γραμμικές λύσεις.
Να σημειωθεί ότι εάν εφαρμοστεί η διάταξη του νομοσχεδίου για το νομό μου θα υπάρχει σημαντικότατο πρόβλημα καταρχήν σε όλο τον άξονα από το Καινούργιο μέχρι τις Ράχες.
Θα δημιουργηθούν προβλήματα στους πολίτες οι οποίοι εφάρμοσαν το νόμο του κράτους.

Ως βουλευτής του Νομού Φθιώτιδας, ενός νομού με αξιόλογο βιολογικό πλούτο, θα ήθελα να εστιάσω στην ενσωμάτωση στο σχέδιο νόμου των ήδη οριοθετημένων περιοχών που είναι ενταγμένες στο δίκτυο Natura, γεγονός που εγείρει ορισμένες αμφισβητήσεις.
Δεδομένου ότι το παρόν νομοσχέδιο βασίζεται σε μελέτες τουλάχιστον 10 ετών, μελέτες που δεν συμπεριλαμβάνουν νεότερα δεδομένα και εξελίξεις, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση επιχειρηματικών σχεδίων, χωροταξικού σχεδιασμού και κατά συνέπεια στον περιορισμό της ανάπτυξης που είναι και το βασικό ζητούμενο την τρέχουσα οικονομική περίοδο.
Η επικαιροποίηση της Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης, καθώς και η εκ νέου σύνταξη σχεδίου Π.Δ. για την οριοθέτηση και διαχείριση των περιοχών Natura αποτελεί πάγιο αίτημα των φορέων του νομού Φθιώτιδας, ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη ανάπτυξη της περιοχής στα πλαίσια πάντα της βιώσιμης διαχείρισης της βιοποικιλότητας.
Για παράδειγμα στη Φθιώτιδα, είχε εκδοθεί σχέδιο Π.Δ, το οποίο όμως δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ, καθώς και σχετική περιβαλλοντική μελέτη, η οποία όμως παρεκκλίνει σημαντικά από τα νεότερα δεδομένα.
Και για να γίνω πιο σαφής, σας αναφέρω ότι η προγραμματισμένη υλοποίηση δημόσιων έργων εθνικής κλίμακας, όπως ΠΑΘΕ, Ε65 κτλ, καθώς και η δημιουργία Σταθμού Εξυπηρέτησης Αυτοκινήτων στην περιοχή του Σπερχειού, μιας περιοχής ενταγμένης στο Natura, αποδεικνύει ότι τα αρχικά δεδομένα αναφοράς έχουν μεταβληθεί και χρήζουν επικαιροποίησης. (Δηλαδή, ενώ μπορεί να γίνει σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινήτων, βενζινάδικα κτλ, ένας μελισσοκόμος δεν μπορεί να κάνει μια μικρή επιχείρηση μεταποίησης για να πουλά το προϊόν του. Είναι οι αντιθέσεις από έλλειψη σωστής εφαρμογής των νόμων).
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Εθνική Οδός εντάσσεται στο μεγαλύτερο μέρος σε περιοχές πλέον Natura, δηλαδή, διασχίζει στην ουσία τις περιοχές Natura και Ramsar.
Πέραν τούτων, σε πολλές περιοχές που είναι ενταγμένες στο δίκτυο Natura 2000, όπως η περίπτωση του Σπερχειού, έχουν καταγραφεί πολλά φαινόμενα κακοδιαχείρισης με αποτέλεσμα την εμφάνιση πολλών περιβαλλοντικών προβλημάτων στα οποία δεν υπάρχει ουσιαστική κρατική παρέμβαση.
Παρόμοια ανησυχία επικρατεί και για τον Εθνικό Δρυμό Οίτης, όπου έχουν δημιουργηθεί τοπικές αντιπαλότητες λόγω νομοθετικής ασάφειας και έλλειψης ελεγκτικών μηχανισμών.
Γίνεται μια αναφορά για επικαιροποίηση των Προεδρικών Διαταγμάτων και των μελετών.
Πώς θα ρυθμιστεί βάσει του άρθρου 6, παρ. 5α;
Είναι επαρκής βάση και ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα το οποίο θα μας προτείνετε;
Φυσικά και η τροπολογία σχετικά με την κατάργηση των 600 μέτρων περί των εθνικών οδών που ορίζεται ως Ζώνη Υψηλής Παραγωγικότητας θα θέσει εκ νέου σε σχεδιασμό τη γη από την Βοιωτία μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι οι νέοι δήμοι του Καλλικράτη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επαναδιατυπώσουν τις προτάσεις τους για το γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό (ΓΠΣ) και για τα ΣΧΟΑΠ και να μη χάσουν τη δυνατότητα αυτή. Διότι με βάση την τροπολογία ως τελική ημερομηνία είναι η 31 -12-10 πριν την ανάληψη των νέων δήμων. Έτσι, η γη η οποία θα απελευθερωθεί είναι γη υψηλής παραγωγικότητας, η οποία ναι μεν είναι απόλυτα χρήσιμη για την αγροτική οικονομία, ο τρόπος όμως που θα διαχειριστεί δημιουργεί προβλήματα στην τοπική κοινωνία και στην περιφερειακή ανάπτυξη.
Θα μπορούσε να δοθεί παράταση στους νέους δήμους του Καλλικράτη μέχρι π.χ. το 2012 έτσι ώστε και αυτοί να καταθέσουν τον ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό τους.
Παράλληλα προτείνεται από το νομοσχέδιο η επέκταση των ζωνών Natura κατά 300 μέτρα «καπαρώνοντας» δράσεις για τις περιοχές αυτές οι οποίες δεν ήταν γνωστές στους κατέχοντες γεωργικής γης, αλλά και αστικής γης.
Γίνεται μια χωρική «συμφόρηση» στις οποίες θύματα είναι οι ίδιοι οι πολίτες, αλλά και ο ίδιος εθνικός χωροταξικός σχεδιασμός.
Αντί να έρχονται λοιπόν αποσπασματικά ορισμένα νέα μέτρα θα ήταν σκόπιμο να προωθηθούν άμεσα επικαιροποιήσεις των μελετών για να διασφαλισθεί η βιώσιμη ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής με ταυτόχρονη συνεκτίμηση στοιχείων χωροταξικού σχεδιασμού και ιδίως της συμβατότητας με άλλες υφιστάμενες ή προγραμματιζόμενες χρήσεις και λειτουργίες.
Για το λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο ο εθνικός κατάλογος των περιοχών και τα όρια αυτών να ορισθούν με επικαιροποίηση των μελετών και να επικαιροποιηθούν μετά την τελική απόφαση της «Κτηματολόγιο Α.Ε», των ειδικών περιφερειακών σχεδίων, αλλά και των αντίστοιχων μελετών.
Είναι επίσης σκόπιμο οι αρμόδιες υπηρεσίες να καταρτίζουν κάθε πενταετία μελέτη αξιολόγησης, όπως άλλωστε προβλέπεται και από την κοινοτική νομοθεσία, και εφόσον υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση, ο χαρακτηρισμός και τα όρια της συγκεκριμένης ζώνης προστασίας να μπορούν να μεταβάλλονται καθώς και οι γενικοί όροι, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί των εν λόγω ζωνών.
Επίσης, σημαντικό είναι η επανεξέταση του μοντέλου των Φορέων Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών. Θα μπορούσε να διερευνηθεί η δυνατότητα εκχώρησης τους ή συνδιαχείρισής τους με την Περιφερειακή ή Τοπική Αυτοδιοίκηση, ώστε να υπάρχει εκ του σύνεγγυς προσέγγιση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών με επαρκή χρηματοδότηση.
Τρίτον, στο Νομό Φθιώτιδας, όπου ήδη δραστηριοποιούνται σημαντικές επιχειρήσεις, κυρίως μεταλλευτικές, όπως η ΛΑΡΚΟ, η ΕΛΜΙΝ κ.α, κρίνεται σκόπιμο στο πλαίσιο της περιφερειακής ανάπτυξης, στα προβλεπόμενα σχέδια διαχείρισης, όπως αυτά ορίζονται στο Άρθρο 4, παρ. 5α, να μην αποκλείονται οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις της παρ. 1α του άρθρου 12 του Νόμου 2837/2000, δραστηριότητες, δηλαδή, να λαμβάνεται υπόψη ότι ο χώρος στον οποίο εντοπίζεται κοίτασμα μεταλλευτικών, βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων θεωρείται εκ του νόμου χωροθετημένο μεταλλείο ή λατομείο αντίστοιχα. Θέμα το οποίο αντιμετωπίζεται θετικά από το νομοσχέδιο.
Τέλος, δεν πρέπει να παραλειφθεί η μεγάλη σημασία της προστασίας της βιοποικιλότητας στον κλάδο της γεωργίας. Η εκτατική γεωργία μπορεί να συνδράμει στην παραγωγή ποιοτικών τροφίμων, στην πιστοποίησή τους, στην κατοχύρωση των τοπικών και περιφερειακών προϊόντων και στη στήριξή τους από δημόσιους πόρους.
Ήδη το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων επιδοτεί μέσα από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2007-2013 σημαντικές δράσεις ενίσχυσης των παραγωγών προς την κατεύθυνση της διατήρησης της βιοποικιλότητας, της γενετικής ποικιλομορφίας, της αειφορικής διαχείρισης των φυτογενετικών πόρων, της διατήρησης της άγριας ζωής κτλ. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να επεκταθεί η συνεργασία του ΥΠΕΚΑ με το ΥΠΑΑΤ και να υπάρξει περαιτέρω ενίσχυση των παραγωγών για τη διασφάλιση της προστασίας των τροφίμων σε τοπικό επίπεδο.
Κλείνοντας, ήθελα να επισημάνω ότι κατά τη συζήτηση κατ’ άρθρο θα πρέπει να διευκρινισθούν βασικά ζητήματα, τα οποία δημιουργούν εμπόδια στην ανάπτυξη του τόπου, αλλά και στην ίδια την προστασία του περιβάλλοντος και της βιοιποικιλότητας. Διότι το περιβάλλον πρέπει να προστατεύεται παντού με ίσους όρους.

Σας ευχαριστώ πολύ».